γεωμορος

γεωμορος
    γεωμόρος
    γεω-μόρος
    дор. γᾱμόρος, Anth. γειομόρος ὅ
    1) (в Аттике) геомор, землевладелец (крупный или мелкий) Plat., Arst.:
    

(Θησεὺς) πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὐπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Plut. Тесей, впервые разделивший (аттическое население) на эвпатридов, землевладельцев и ремесленников

    2) (в дор. государствах и областях) геомор, крупный землевладелец, pl. землевладельческая знать Aesch., Her., Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γεωμορος" в других словарях:

  • γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… …   Dictionary of Greek

  • γεωμόρος — γημόρος PLond.ined. masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμόρος — ο βλ. γεωμόρος …   Dictionary of Greek

  • γεωμορία — γεωμορία, η (Α) [γεωμόρος] 1. τμήμα γης 2. η γεωργία 3. η συγκομιδή 4. διανομή τής γης …   Dictionary of Greek

  • γεωμορικός — γεωμορικός, ή, όν (Α) [γεωμόρος] ο γεωργικός …   Dictionary of Greek

  • γεωμορώ — γεωμορῶ ( έω) (Μ) [γεωμόρος] καλλιεργώ, περιποιούμαι τη γη …   Dictionary of Greek

  • γεωμόριον — γεωμόριον, το (Μ) [γεωμόρος] 1. το γεώμορον 2. μέρος καλλιεργημένης γης …   Dictionary of Greek

  • γεώμορο — και γήμορο, το (Μ γεώμορον και γήμορον) [γεωμόρος] το ποσοστό τής συγκομιδής το οποίο δίνει ως μίσθωμα ο καλλιεργητής (σέμπρος) στον ιδιοκτήτη αγρού ή κτήματος …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γημόρος — ο (Α) βλ. γεωμόρος …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՇԽԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 438 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. γεωμόρος, ὀ σύν νομή agricola, colonus, habens portionem Կցորդ բաժնի երկրի. վիճակակից ʼի սահմանս անդաստանաց. *Սահմանակիցք իսկ, եւ բաշխակիցք՝ զայլս վանելով: Այր, եւ վիճակ բաշխակից.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»